σόρτχορν

σόρτχορν
η, Ν
φρ. «φυλή σόρτχορν»
ζωοτ. κρεατοπαραγωγός φυλή βοδιών καταγόμενη από τη βορειοδυτική Αγγλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shorthorn < short «κοντός» + horn «κέρατο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”